- τρέχω
- έτρεξα και έδραμα1. προχωρώ γρήγορα, πηγαίνω τρεχάλα: Τρέξε να τον προλάβεις.2. βιάζομαι, προχωρώ γρηγορότερα από το συνηθισμένο: Το ρολόι μου τρέχει.3. περιφέρομαι άσκοπα: Πώς μας θωρείς ακίνητος, πού τρέχει ο λογισμός σου; (Αρ. Βαλαωρίτης).4. (για υγρά), ρέω, χύνομαι: Το αίμα έτρεξε ποτάμι.5. (για άλογα ιπποδρομίου, τζόκεϊ ή αθλητές δρόμου) μετέχω σε ιπποδρομία ή σε αγώνες δρόμου: Δύο άλογα δε θα τρέξουν σ' αυτή την κούρσα. – Τρέχει στα 100 και στα 200 μ. σήμερα.6. ως τριτοπρόσωπο, τρέχει συμβαίνει: Τι τρέχει εδώ;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.